Γιατί έτσι, γιατί τώρα;

Η τριπλή αστυνομική επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη δεν είναι εύκολο να δικαιολογηθεί – γι’ αυτό και, εξαιρουμένων των δηλώσεων Τόσκα, ο Νίκος Κοτζιάς ήταν ο μόνος που την υπερασπίστηκε δημόσια (βλ. ανακοίνωση της κίνησης «Πράττω»). Φαίνεται παράλογο γιατί, μια κυβέρνηση που αψήφησε επί τρεις εβδομάδες πολλαπλές πιέσεις για το No Border, μέσα σε μια μέρα διάλεξε να ανοίξει μέτωπο με τον αντιεξουσιαστικό χώρο και το αντιρατσιστικό κίνημα, να δημιουργήσει αντιδράσεις στο κόμμα και τη Νεολαία και να δώσει «πόντους» στην εκ δεξιών αντιπολίτευση – κι όλα αυτά, για «32 πρόσφυγες» και τρία κτίρια εγκαταλελειμμένα από χρόνια.

Όσο ασύμβατη κι αν την κρίνει κανείς «με τις αξίες της Αριστεράς», σταθμίζοντας κόστος και όφελος υπό συγκεκριμένη οπτική, η εκκένωση των τριών καταλήψεων δεν είχε στην πραγματικότητα τίποτα το παράλογο.

Καταρχάς γιατί η επίδειξη πυγμής τις μέρες του No Border, εκτός από περιττή (οι Αρχές μπορούσαν να υποθέσουν τις διαθέσεις των διοργανωτών με βάση προηγούμενες ανάλογες διοργανώσεις), θα ήταν και επιχειρησιακά πολύ πιο απαιτητική. Θα διακινδύνευε, δηλαδή, να μετατρέψει για το τίποτα μια πόλη σε πεδίο μάχης, πράγμα που θα απαιτούσε χρόνο, κόπο και δυνάμεις υπέρτερες από τις διμοιρίες που «εξουδετέρωσαν» χαράματα πρόσφυγες και αλληλέγγυους χωρίς να ανοίξει μύτη.

Το «επιχειρησιακό» δεν είναι, ωστόσο, παρά μία διάσταση. Ο πολιτικός χαρακτήρας της τριπλής επιχείρησης –αυτός που ανέλαβε να εκλαϊκεύσει ο Νίκος Τόσκας για λογαριασμό της κυβέρνησης– είναι μάλλον ο πιο κρίσιμος. Κι εδώ τα πράγματα έχουν τη δική τους λογική.

Τελειώνοντας σε μια μέρα με τρεις καταλήψεις (πολύτιμη εδώ η σχετική εμπειρία του φίλου Ματέο Ρέντσι…), η κυβέρνηση έδωσε διαπιστευτήρια «κυβερνητικότητας» στα δεξιά της, εκτονώνοντας την πίεση εβδομάδων για το No Border από εισαγγελείς, διοίκηση του ΑΠΘ, δημαρχία Θεσσαλονίκης, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ, αλλά και από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αποκαθιστώντας διά της μπουλντόζας την τάξη (αν δεχτεί κανείς ότι την είχαν διασαλεύσει τρεις καταλήψεις στέγασης προσφύγων), ο Τσίπρας δεν έχει λόγο να απολογείται στη Βουλή για το ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο, η ισορροπία δυνάμεων στη συμπρωτεύουσα αποκαθίσταται, το δε προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των κεντροαριστερών συνομιλητών του ενισχύεται. Ειδικά στην περίπτωση του Ορφανοτροφείου της Τούμπας, όσοι εργάζονται για τις καλές σχέσεις κυβέρνησης-Μητρόπολης Θεσσαλονίκης έχουν στο εξής ένα επιπλέον χαρτί: με την ανακατάληψη του χώρου, ο μεν Άνθιμος ανακτά το οικόπεδο-«φιλέτο» της Λεωφόρου Λαμπράκη (τι θα ήταν αλήθεια η οικονομία αν δεν παρενέβαινε η πολιτική…), η δε κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να ελπίζει στα πολιτικά σχέδια του μητροπολίτη, που αναπόφευκτα θα «κοντύνουν» τη ΝΔ.

Κοντά στα παραπάνω, η εκκένωση των τριών καταλήψεων σημαίνει λιγότερη «ορατότητα» για το προσφυγικό, μέσω της αφαίρεσης χώρου από ένα κίνημα αλληλεγγύης που, μετά το καλοκαίρι του 2015, ενεργοποίησε την έμπρακτη αλληλεγγύη χιλιάδων ανθρώπων· ένα κίνημα που λειτούργησε τόσο ως αντιπολίτευση στην πολιτική των στρατοπέδων και των φραχτών, όσο και ως χώρος υποδοχής για όσες και όσους ασφυκτιούν στα όρια του επίσημου πολιτικού παιχνιδιού, όπως αυτό παίζεται μετά το δημοψήφισμα. Η αντιπαράθεση με τον κόσμο αυτό είχε ξεκινήσει ήδη από τη συκοφάντηση των αλληλέγγυων στην Ειδομένη και την περίφημη διάκριση μεταξύ πιστοποιημένων (sic) και «δήθεν» αλληλέγγυων. Ήδη από τότε η κυβέρνηση είχε δείξει ότι «κοινωνία των πολιτών» είναι γι’ αυτήν περισσότερο οι πειθήνιες (καθότι επιδοτούμενες) ΜΚΟ, παρά οι οργανώσεις που έχουν άποψη και δράση με συγκεκριμένο, δηλαδή αντικυβερνητικό πρόσημο. Το τριπλό χτύπημα της Θεσσαλονίκης ήταν προχώρημα στην ίδια κατεύθυνση – και σχετικά ανώδυνο με βάση τις σημερινές πολιτικές ιεραρχήσεις του κυβερνώντος κόμματος: αν υποθέσουμε ότι ψηφίζει, ο κόσμος των καταλήψεων δεν έχει πια λόγους να ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ.

Αν το «κόστος» για όλα τα προαναφερθέντα είναι μία ανακοίνωση του κόμματος, μία της Νεολαίας και μία τρίτη των «53+», η κυβέρνηση έχει αποδείξει αρκετές φορές μέχρι σήμερα ότι μπορεί να αντέξει και σε πιο αντίξοες συνθήκες.

Σχολιάστε